αβαντάζ — το (λ. γαλλ.), πλεονέκτημα: Ήταν μεγάλο αβαντάζ που γνώριζε τη γλώσσα του τόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβαντάζ — το (άκλιτ.) πλεονέκτημα, κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. avantage] … Dictionary of Greek